DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
rö̀ta n ~n
agric. σαπίλα
forestr. προσβολή από μύκητες
transp. αποσύνθεση; σήψη
ròta v
gen. ανασκαλεύω
rötad v
forestr. σάπιος; σάπιο; σαπισμένο
rotas v
nat.sc. αποκτώ ρίζες; ριζοβολώ; ριζώνω
rota
: 1 phrase in 1 subject
Industry1