DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
risk n ~en ~er
gen. ρίσκο m
math. αναμενόμενη απώλεια
stat. κίνδυνος; μέση απώλεια
stat., scient. διακινδύνευση
stat., social.sc. τύχη
transp., avia. κίνδυνος ασφαλείας
risker n
environ. κίνδυνοι m