DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ris n ~et; pl. ~
gen. όρυζα/ρύζι f
econ. ρύζι
environ. όρυζα f
forestr. κλάδος; υπολείμματα f; κατάλοιπα υλοτομίας
life.sc., agric. ρύζι (Oryza sativa, Oryza glutinosa)
tech., industr., construct. δεσμίδα φύλλων χαρτιού γραφής