DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ringnät n
commun. δίκτυο βρόχου; δίκτυο με μορφή βρόχου; τοπολογία δακτυλίου
el. δίκτυο δακτυλιοειδές
transp. επάλληλο δίκτυο