DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
riktlinje n ~n ~r
gen. οδηγία
rìktlinjer n
chem. κατευθυντήριες γραμμές
econ. κατευθυντήριες οδηγίες
health., pharma. οδηγίες
law κατευθυντήριες αρχές