DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rik adj. ~t ~a
gen. πλούσιος
agric. παχύς
rìkt adj.
life.sc., coal. ιδεατή γραμμή χάραξης σήραγγας; υπόγειο σημείο χαραγμένο για πασσάλωμα; διεύθυνση εκσκαφής σήραγγας
rìke adj.
gen. κράτος