DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ribb n ~en
agric., industr., construct. υπόλειμμα ξεχονδρίσματος πλάκας κορμούκοιν.:παραφέλα
construct. υπόστρωμα φορτίου; πανιόλα φορτίου
met. νεύρωση