DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rìtning n ~en ~ar
environ. τάνυση; ανάληψη; κλήρωση; ολκή; σχεδίαση; σχέδιο; τάνυση/ολκή/σχεδίαση/σχέδιο/ανάληψη/κλήρωση
mater.sc., construct. σχεδιάγραμμα f