DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rìngbarkning n ~en
agric. δακτυλίωσις,δακτυλιοειδής εκφλοίωσις; δακτυλίωσις άνευ φυτοκτόνου
agric., tech. κυκλική αποφλοίωσις
nat.sc., agric. στραγγαλισμός m