DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
rìng n ~en ~ar
commun., IT δακτύλιος
industr., construct. δαχτυλίδι κλωστηρίου; δαχτυλίδι κλώσης
industr., construct., met. κουλούρα δοχείων
transp., construct. ελιγμός m; καμπή
Ringer n
comp., MS Γίνεται κλήση, Κλήση