DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rìkta v
gen. κατευθύνω
commun., met. ευθυγραμμίζω
met. αλφάδιασμα; ευθυγράμμιση; ευθύνω
rìktad v
IT, el. κατευθυντικός