DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
revisor [-vi`s-] n ~n ~er [-o´r-]
gen. αναθεωρητής
account. ελεγκτής m
fin., lab.law. εμπειρογνώμων-λογιστής
gov. δημοσιονομικός ελεγκτής