DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
resultát [-a´t] n ~et; pl. ~
gen. αποτέλεσμα f
econ., fin., account. πρόσοδος m; εισόδημα f; προϊόν
immigr. επίδοση
industr., construct., el. έξοδος
law πορίσματα f