DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
resolutión n ~en ~er
gen. επίλυση
econ. ψήφισμα
environ. ψήφισμα; ψήφισμα πράξη
IT ανάλυση του Robinson; ανάλυση του Ρόμπινσον; εις άτοπον απαγωγή