DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
reservutrustning n ~en ~ar
gen. βοηθητικές εγκαταστάσεις; πλεοναστικός εξοπλισμός
commun., IT εφεδρική προστασία
IT, el. βοηθητικός εξοπλισμός