DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
reservoár [-a´r] n ~en ~er
construct. υδροταμιευτήρας f; τεχνητή λίμνη
earth.sc., mining., oil πέτρωμα-ταμιευτήρας f
environ. ψύκτης; ταμιευτήρας f; δεξαμενή (περισυλλογής); πίδακας/κρήνη/πηγή/ψύκτης/κιβώτιο μελάνης; ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή περισυλλογής; ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή (περισυλλογής)