DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
resérv [-ser´v] n ~en ~er
gen. απόθεμα
fin. αποθεματικό m
IT, dat.proc. δημιουργία εφεδρικών αντιγράφων
nat.sc., mech.eng. εφεδρικό
reserver n
econ. αποθεματικά f
fin. αποθέματα f
law νομισματικά αποθέματα; το διαθέσιμον; απόθεμα
stat., fin. διαθέσιμα