DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
relaxation n ~en
chem., met. ανακούφιση
earth.sc., construct. χαλάρωση των τάσεων
industr., construct. ανάπαυση υλικού; χαλάρωση
med. εκτυλιγμένο μόριο DΝΑ; χαλαρωμένο DΝΑ