DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rekrytéring n ~en ~ar
crim.law., immigr. στρατολόγηση
econ. πρόσληψη
fish.farm. ανανέωση του πληθυσμού; νεαρά ψάρια που εισέρχονται στο απόθεμα
market., agric. ανανέωση του κοπαδιού