DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
regulàtor [-a`t-] n ~n ~er [-o´r-]
mech.eng. ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη
tech., mater.sc. συσκευή ρύθμισης
transp. ρυθμιστής στροφών