DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
regléring n ~en ~ar
environ. ρύθμιση; κανονισμός
IT έλεγχος ανάδρασης
law δεσμευτικό μέτρο
law, fin. εποπτική ρύθμιση; θέσπιση ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας
math. έλεγχος m
stat. έλεγχος m
transp., construct. εξομάλυνση