DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
registréring n ~en ~ar
chem. καταχώριση
comp., MS κατάταξη; πράξη εγγραφής
environ. καταγραφή; καταχώρηση; εγγραφή στo πρωτσκoλλo
IT εγγραφή
nat.sc., agric. εγγραφή στο γενεαλογικό μητρώο
work.fl., commun. τοποθέτηση