DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
regíster [-is´ter] n registret; pl. ~, best. pl. registren
gen. καταγραφή; καταχώρηση
commun. ευρετήριο δημοσιεύματος
comp., MS μητρώο m
el. ενταμιευτής
environ. τιμάριθμος
health., pharma. μητρώα m
IT καταχωρητής; φάκελος m; αρχειοφάκελος
IT, dat.proc. ισομεγέθεις στήλες
law, pharma., environ. δείκτης m; πίνακας περιεχομένων
stat., commun., scient. κατευθυντήρας f
work.fl. αρχείο m
work.fl., IT ευρετήριο m