DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
regeneréring n ~en ~ar
el. αναδημιουργία
environ. αναγέννηση; ανάκτηση
IT αναμόρφωση
life.sc., chem. διόρθωσις οξύτητος
met. αναγέννηση άμμου
transp., construct. ψεκασμός της επιφάνειας του οδοστρώματος