DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
referensvärde n ~t ~n
IT, el. διαβάθμιση; κατάταξη
law τιμή αναφοράς
social.sc., ed. κριτήριο αξιολόγησης; σημείο αναφοράς
referensvärden n
polit., fin. τιμή αναφοράς