DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
reduktión n ~en ~er
gen. περικοπή
chem. αναγωγή
environ. χημική αναγωγή; μείωση
market. έκπτωση φόρου; φορολογική έκπτωση
med. διεργασία μείωσης