DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rederì [-eri´] n ~et ~er
law, transp. εταιρεία f
transp., nautic. πλοιοκτήτης' εφοπλιστής; εταιρία θαλάσσιων μεταφορών ; ναυτιλιακή εταιρία