DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
reaktionstid n ~en ~er
gen. χρονική αντίδραση
el. χρόνος τέλεσης
health. χρόνος απόκρισης
transp. χρόνος αντίδρασης; χρόνος αντιδράσεως