DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
résa n ~n resor
gen. ταξιδεύω; εκδρομή
econ. ταξίδι
environ. διαδρομή; μετατόπιση; ταξίδι/διαδρομή/μετατόπιση
transp. μετακίνησις m; ορθώνω περιστρεφόμενη σκάλα; διαδρομή επιβάτου
Resor n
comp., MS Ταξίδια m