DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rèst n ~en ~er
gen. υπόλοιπο m
environ. κατάλοιπο εναπομένον προϊόν; υπόλειμμα/κατάλοιπο/ίζημα f
food.ind., environ. κατάλοιπο m; υπόλειμμα f