DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rènsning n ~en ~ar
gen. καθαρισμός
agric., construct. καθαρισμός χανδάκων; καθαρισμός κοίτης ρευμάτων
comp., MS εκκαθάριση
industr., construct. λύκος m