DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rèm [rem´] n ~men ~mar
forestr. ιμάντας m
industr., construct. μπαρετάκι m
mech.eng. ιμάντας μετάδοσης; κινητήριος ιμάντας
transp. ζώνη; ζώνη ασφαλείας