DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rèdovisning n ~en ~ar
gen. κατάσταση λογαριασμού
account. λογιστική; λογιστικά έγγραφα
econ. λογιστική αντιμετώπιση
fin. δημοσιονομική κατάσταση; τήρηση λογιστικών στοιχείων
fin., econ., account. οικονομικά έγγραφα; οικονομική κατάσταση
forestr. αναφορά δραστηριοτήτων επιχείρησης
market. λογοδοσία διαχείρησης
redovisningar n
fin. δημοσιονομικές καταστάσεις