DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rast n ~en
gen. ανάπαυση
comp., MS διάλειμμα f
law, lab.law. παύση
raster [ras´ter] n rastret; pl. ~, best. pl. rastren
commun. στιγμόγραμμα f
el. πέτασμα φωτιστικού; κάνναβος; πλαίσιο
environ. ράστερ; πλέγμα σάρωσης; ψηφιδοπλέγμα f
transp., construct. αντιθαμβωτικό πέτασμα