DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
ram n ~en ~ar
coal., met. πλαίσιο θύρας
commun., IT πλαίσιο δεδομένων
el. μπλοκ; πλαίσιο κωδικοποίησης
forestr. σασί
IT περιοχή περιθωρίου
math. πλαίσιο
ramet n
life.sc., agric. άτομο κλώνου