DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
raffinering n ~en ~ar
environ. διύλιση; διαύγαση; εξευγενισμός m; ραφινάρισμα f; διύλιση/διαύγαση/εξευγενισμός/ραφινάρισμα
forestr. τριβή του πολτού
met., el. εκλέπτυνση; καθαρισμός