DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ràdiofyr n ~en ~ar
commun. σταθμός ραδιοφάρου
commun., transp., avia. ραδιοφάρος προσεγγίσεως
stat., commun., el. ραδιοφάρος
transp. δείκτης m; φάρος εναέριας κυκλοφορίας