DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rötning n ~en
environ. χώνευση; αναερόβια κατεργασία λάσπης; χώνευση λάσπης; χώνευση ακάθαρτα ύδατα
industr., construct. μούλιασμα; μούσκεμα
rotning n ~en
life.sc., agric. ριζοβόλημα; πιάσιμο m