DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
röse n ~t ~n
life.sc., coal. σταθερό ορόσημο πεδίου εκμετάλλευσης
ròsé adj.
agric., food.ind. κοκκινέλι; κρασί ροζέ; οίνος ροζέ