DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rörhållare n
chem. άγγιστρο αγωγού; δακτυλίδι στήριξης
el. υποδοχή
industr. δαχτυλίδι; κολιέ; περιλαίμιο σύσφιγξης