DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
rö̀r n ~et; pl. ~
econ. σωλήνας
environ. αγωγός m; πίπα m; στήλη μεταλλεύματος; σωλήνωση; σωλήνας/σωλήνωση/στήλη μεταλλεύματος/αγωγός/πίπα
nat.sc., agric. ανθοδόχη
rö̀rande v
gen. αξιοθρήνητα