DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
råull n
agric., industr., construct. παρθένο έριο; παρθένο μαλλί
tech., industr., construct. ακατέργαστο μαλλί; μαλλί σε τούφες; άπλυτο μαλλί; μάζα f