DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rå̀vara n ~n -varor
econ. προϊόν βάσεως
environ. πρώτη ύλη; πρώτες ύλες; πρώτη ύλη/πρώτες ύλες
interntl.trade., agric. βασικό προϊόν
råvaror n
commer., labor.org., industr. πρώτες ύλες
fin. εμπορεύματα και αξίες
met. τελικά προ2bόντα