DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rättsmedel n -medlet; pl. ~, best. pl. -medlen
econ. ένδικο μέσο
law ένδικα βοηθήματα; δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη; ένδικο βοήθημα
polit., law ένδικα μέσα