DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
rätt n ~et; pl. ~
gen. έδεσμα; αρκετά f; πέρα ως πέρα; σωστός m
environ. δικαιοσύνη
fin. δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης
ratt n ~en ~ar
transp. τιμόνι
rådande v
gen. υπαρκτός
rå̀da v
gen. συμβουλεύω
rå̀ adj. ~tt ~a
gen. ωμός
agric. αδύνατος και όξινος
mater.sc., chem. άψητος
met. μη επεξεργασμένος; ακατέργαστος