DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
räntabilitét [-ite´t] n ~en
econ. αποδοτικότητα f
fin. επιτόκιο m; απόδοση; αποδοτικότητα χρηματιστηριακού τίτλου
market. απόδοση του κεφαλαίου; απόδοση κεφαλαίου; αποδοτικότητα του κεφαλαίου