DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
räkneverk n ~et; pl. ~
commun. μετρητής ταινίας
earth.sc., tech. καταχωρητής
el. μετρητής χειρισμών
mater.sc., mech.eng. μετρητής m
tech., el. συσκευή μετρήσεως