DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rä̀knare n ~n; pl. ~, best. pl. räknarna
el. απαριθμητής m; μονάδα απαρίθμησης
IT μετρητής m
IT, el. μετρητής βρόγχων
IT, tech. αριθμητικός υπολογιστής