DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rä̀ckvidd n ~en ~er
gen. εμβέλεια δράσης
account. πεδίο εφαρμογής
forestr. ακτίνα δράσης; φθάνω m
IT, el. πεδίο ισχύος
law εύρος
med. απόσταση λαβής; απόσταση σύλληψης; εμβέλεια χειρών
nat.sc., agric. μεγίστη ακτίνα πτήσεως
transp. επιχειρησιακή εμβέλεια
transp., avia., tech. αυτονομία f; εμβέλεια