DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rä̀cke n ~t ~n
gen. κάγκελο
construct. προστατευτικό κιγκλίδωμα; στηθαίο ασφαλείας
industr., construct., chem. Kουπαστή
mech.eng. χειρολισθήρας
transp. προστατευτικόν κιγκλίδωμα
transp., polit. κιγκλίδωμα ασφαλείας